- Κύκλωπα
- ΚύκλωψRound-eyedmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κύκλωπ' — Κύκλωπα , Κύκλωψ Round eyed masc acc sg Κύκλωπι , Κύκλωψ Round eyed masc dat sg Κύκλωπε , Κύκλωψ Round eyed masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Gioura — Vorlage:Infobox Insel/Wartung/Bild fehlt Gioura (Γιούρα) Gewässer Mittelmeer Inselgruppe Nördliche Sporaden Geographische Lage … Deutsch Wikipedia
CYCLOPEA ludere — apud Pollionem in Gallienis, c. 8. Cyclopea etiam luserunt omnes apenarii, ita ut miranda quaedam et stupenda monstrarent, est τὰ περι Κύκλωπα παῖξαι. Vide supra ubi de Apenariis. Quisnam autem Cyclops is suerit, vide suô locô. Hîc saltem… … Hofmann J. Lexicon universale
Αιγύπτιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους γέροντες προύχοντες της Ιθάκης, που πήρε πρώτος τον λόγο όταν ο Τηλέμαχος συγκάλεσε την πρώτη συνέλευση των αρχόντων. Ένας από τους γιους του, ο Ευρύνομος, ήταν ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης και σκοτώθηκε … Dictionary of Greek
Δάρδανος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιλλυριού και εγγονός του Κύκλωπα Πολύφημου και της Γαλάτειας. Από τον Δ. είχε αποκληθεί Δαρδανία η Ιλλυρία,που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Αλβανίας.Αργότερα, η χώρα ονομάστηκε πάλι Ιλλυρία. 2. Γιος… … Dictionary of Greek
Θόωσα — Θόωσα, ἡ (Α) [θοός] μόνο ως κύριο όν.. νύμφη, κόρη τού Φόρκυνος, μητέρα τού Κύκλωπα Πολυφήμου, προσωποποίηση τής ταχύτητας … Dictionary of Greek
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek
γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
δαιτυμών — ( όνος), ο (AM) όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος μσν. (για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς») αρχ. 1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό 2. ο τρεφόμενος με… … Dictionary of Greek